brincado - ορισμός. Τι είναι το brincado
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι brincado - ορισμός


Brincado      
adj.
Que tem ornatos caprichosos.
Arrendado.
(De brincar)
brincado      
adj (brinco+ado3) Cheio de ornatos; arrendado
sm
1 Lavor em forma de renda.
2 Enfeite caprichoso.
3 Forma caprichosa.
brincar         
(brinco+ar2) vti e vint
1 Divertir-se infantilmente; entreter-se; folgar, foliar: Brincava a garotinha com uma boneca. Os banhistas brincavam jovialmente. vint
2 Agitar-se com movimentos graciosos: As ondas como que brincavam. vti
3 Não levar as coisas a sério; galhofar, zombar: Não brinque com assunto tão grave. vti
4 Divertir-se representando o papel de: Os meninos brincam de soldados. vti
5 Divertir-se fingindo exercer qualquer atividade: Brincar de ler. vtd
6 Ataviar, enramalhetar, ornar excessivamente: Brincou suas vestes e seu penteado para ir ao teatro. Brincar com fogo: tratar levianamente coisas de ponderação ou perigosas
Fazer uma coisa brincando: fazê-la com muita facilidade
Nem brincando!: expressão de repulsa a alguma coisa que nos dizem ou propõem por a julgarmos inconveniente.